- χίλιοι
- -ες, -α / χίλιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χήλιοι και χέλιοι, και ιων. τ. χείλιοι, και αιολ. τ. χέλλιοι, και τ. εν. χίλιος και χείλιος, -ία, -ον, θηλ. και χιλίη, Α(απόλ. αριθμτ.) αριθμός, ποσό που δηλώνει δέκα εκατοντάδες («μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη», ΚΔ)νεοελλ.1. συνεκδ. πολλοί, αναρίθμητοι («τό είπα χίλιες φορές»)2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χίλιααρχ.το θηλ. ως ουσ. χίλιοιχίλιες δραχμές.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό χίλιοι παρουσιάζει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μεγάλη ποικιλία τ. οι οποίοι δεν μπορούν να αναχθούν σε μία κοινή ρίζα. Ο ελλ. τ. χίλιοι προέρχεται πιθ. από έναν αμάρτυρο τ. *χεσλιοι, με βάση τον οποίο μπορούν να ερμηνευθούν οι διάφορες διαλεκτικές μορφές: αιολ. χέλλιοι, ιων. χείλιοι, λακ. χέλιοι (από όπου και ο αττ. τ. χίλιοι με αφομοίωση τού -ε- σε -ι-). Ο τ. χίλιοι (< *χεσλιοι) θα μπορούσε να θεωρηθεί παρ. ενός ΙΕ τ. *gheslo- και να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. sahasram και το αβεστ. hazanrәm, αλλά οι τ. αυτοί παραμένουν δυσερμήνευτοι. Έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές απόψεις για την ερμηνεία τού αρχ. ινδ. τ. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, ο τ. sa-hasra- έχει προέλθει από τ. *sm-gheslo-, σύνθ. τού οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *-sm- τής ρίζας *sem- τού εἷς* (ανάλογο σχηματισμό έχουμε πιθ. στον τ. ἑκατόν, βλ. λ. εκατό) και το β' συνθετικό στον τ. *gheslo- (> χίλιοι). Σύμφωνα με την άλλη άποψη, ο αρχ. ινδ. τ. πρέπει να χωριστεί σε sahas-ra < *seghes-lo-, χωρισμός που θα οδηγούσε στην αναγωγή τών τ. στη ρίζα *segh- τού ἔχω*, η οποία, όμως, προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Τέλος, ανεπιβεβαίωτη παραμένει η σύνδεση τού λατ. mille (από όπου και διάφοροι τ. τών νεώτερων γλωσσών, πρβλ. γαλλ. mille, αγγλ. million, γερμ. Μillion κ.λπ.) με τον ελλ. τ.].
Dictionary of Greek. 2013.